αμφίστολος

αμφίστολος
ος , ον мор. используемый как военный (о торговых судах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αμφίστολος" в других словарях:

  • αμφίστολος — η, ο (για πλοία) αυτό που εξοπλίζεται σε καιρό πολέμου και χρησιμοποιείται ως βοηθητικό πολεμικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στόλος] …   Dictionary of Greek

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»